Δημοσίευση από το "kinimaallagis.gr"
Τροπολογία Κινήματος Αλλαγής για την προστασία της κύριας κατοικίας
Όπως προανήγγειλε η Πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η Κοινοβουλευτική μας ομάδα καταθέτει σήμερα στη Βουλή, τροπολογία για την προστασία της κυρίας κατοικίας των οικονομικά ασθενέστερων δανειοληπτών από πλειστηριασμούς. Επισημαίνουμε ότι μετά την κατάργηση των σχετικών διατάξεων του Νόμου ΠΑΣΟΚ (3869/2010)από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (με θετική ψήφο της ΝΔ),δεν υπάρχει από 1/1/2020 καμία προστασία της πρώτης κατοικίας, και οι δανειολήπτες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους. Ιδιαίτερα όταν τα δάνεια τους μεταβιβάζονται ήδη σε ξένα funds. Τροπολογία – Προσθήκη Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών: «Κύρωση α) της από 25.09.2019 Π.Ν.Π. «Επείγουσα ρύθμιση για την απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης του φόρου διαμονής» (Α΄142), β) της από 30.09.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Υγείας» (Α΄145), γ) της από 04.10.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας» (Α΄150) και άλλες διατάξεις». Αιτιολογική Έκθεση Θέμα: «Επαναφορά της προστασίας της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και το δικαίωμα προαίρεσης στην αγορά του δανείου με προϋποθέσεις.». Ο Ν.3869/2010 εισήγαγε στη χώρα μας το θεσμό της ατομικής πτώχευσης, δίνοντας τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές να ρυθμίζουν τα χρέη τους με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητες, καθιερώνοντας την προστασία της κατοικίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Ο υπερχρεωμένος οφειλέτης, εφόσον είχε περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, μπορούσε να αιτηθεί την προστασία της κύριας κατοικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποπλήρωνε με το χαμηλό επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου σε μακροχρόνια βάση, το ποσό που θα εισέπρατταν οι τράπεζες από τη ρευστοποίησή της. Ο Ν.3869/2010 αποτέλεσε, μέσα στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης, το πιο σημαντικό εργαλείο των αδύναμων δανειοληπτών για να ρυθμίσουν τα χρέη τους με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητές και να προστατεύσουν την κατοικία τους. Αυτό συνέβη την ίδια στιγμή που οι τράπεζες εμφανίζονταν απρόθυμες να προβούν σε ουσιαστικές ρυθμίσεις και αναπροσαρμογές των χρεών. Η προηγούμενη κυβέρνηση όχι μόνο δεν στήριξε την εφαρμογή του νόμου 3869/2010 αλλά, δυστυχώς, κατήργησε τις διατάξεις για την προστασία της κύριας κατοικίας. Στη θέση τους εισήγαγε το Ν. 4605/2019, ένα νόμο που απέχει πολύ από το να προσφέρει αποτελεσματική προστασία της κατοικίας των υπερχρεωμένων πολιτών. Ο Ν.4605/2019 αφορά στην ουσία ένα πρόγραμμα, διαθέσιμο για μία ορισμένη χρονική περίοδο, για τη ρύθμιση ορισμένων, ενυπόθηκα εξασφαλισμένων, τραπεζικών πιστώσεων. Ως τέτοιο πρόγραμμα, δεν μπόρεσε να καλύψει το κενό που άφησε η απάλειψη της προστασίας της κατοικίας στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010. Άλλωστε, το πλήθος των προϋποθέσεων που θέτει για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του, με βάση και τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν, αποκλείει το συντριπτικό μέρος των δανειοληπτών που βρίσκονται είτε σε πρόσκαιρη ή σε μόνιμη αδυναμία. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο λόγος για την αναγκαιότητα τροποποίησής του στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Ο Ν.4605/2019 έχει πρόσκαιρη ισχύ, δε λαμβάνει υπόψη τις συνολικές οφειλές, δεν προβλέπει τη συλλογική τους ρύθμιση, ενώ δε διαμορφώνει προϋποθέσεις για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, καθώς μεταφέρει στο απώτερο μέλλον το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη ή τα τυχόν περιορισμένα, ευεργετήματα διαγραφής χρέους. Σήμερα, τα νοικοκυριά απειλούνται όσο ποτέ άλλοτε από την απώλεια της κατοικίας. Οι τράπεζες, αντί της διευκόλυνσης των ρυθμίσεων με βάση τις δυνατότητες των δανειοληπτών, έχουν επιλέξει τη στρατηγική της πώλησης των δανείων. Χιλιάδες πλειστηριασμοί κατοικιών επισπεύδονται, πλέον και από τις εταιρίες που αγοράζουν τα δάνεια αποβλέποντας στο γρήγορο κέρδος τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχει παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Καθίσταται επιβεβλημένο, προκειμένου να αποφευχθεί το τραγικό αδιέξοδο αρκετών νοικοκυριών, να αποκατασταθεί το πλέγμα προστασίας της κύριας κατοικίας που προέβλεπε ο Ν. 3869/2010. Η δικαστική κρίση και η πρόσβαση που έχουν, πλέον, οι πιστωτές, σε όλα τα κρίσιμα οικονομικά δεδομένα του δανειολήπτη εγγυώνται και διασφαλίζουν την αξιόπιστη εφαρμογή του νόμου. Συγχρόνως όμως, η αποκατάσταση της προστασίας θα προσφέρει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μία στοιχειώδη διαπραγματευτική δύναμη για την επιδίωξη μίας ουσιαστικής, ρεαλιστικής και κατάλληλης ρύθμισης. Με την πρώτη παράγραφο επαναφέρεται η προστασία της κύριας κατοικίας του Ν.3869/2010, όπως κατά βάση προβλεπόταν κατά το χρόνο που έληξε η προστασία της. Συγχρόνως, προβλέπεται η δυνατότητα αξιοποίησης της συνεισφοράς του Δημοσίου του άρθρου 76 του ν. 4605/2019, στη λογική του νόμου αυτού, για τη βελτίωση της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, αλλά και τη βέλτιστη αποπληρωμή των χρεών προς τους πιστωτές. Με τη δεύτερη παράγραφο κατοχυρώνεται το δικαίωμα προαίρεσης του δανειολήπτη στην αγορά του δανείου, εφόσον έχει κριθεί από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας ή με δικαστική απόφαση ότι αυτός, δεν δύναται να ανταποκριθεί πλήρως στις δανειακές του υποχρεώσεις. Η πώληση των δανείων είναι μία δυσμενής εξέλιξη για τον οφειλέτη. Ο τελευταίος χάνει τη σχέση του με την τράπεζα την οποία εμπιστεύτηκε για τη λήψη του δανείου του και είναι υποχρεωμένος να έχει ως συνομιλητή μία ξένη, κατά κανόνα, μικρότερη εταιρία. Εταιρία, η οποία, δίχως κοινωνική ευθύνη και εκτός ουσιαστικού εποπτικού πλαισίου, ενδιαφέρεται μόνο για το γρήγορο κέρδος και τη ρευστοποίηση των ασφαλειών του δανείου και ουδόλως για τη διατήρηση ή αποκατάσταση μίας ισορροπημένης και μακρόχρονης πιστωτικής σχέσης με τον οφειλέτη. Από την άλλη, η τράπεζα προκειμένου να μειώσει κινδύνους και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για κεφαλαιακή επάρκεια οδηγείται συχνά σε απαξίωση των δανειακών της χαρτοφυλακίων και τελικά των περιουσιακών της στοιχείων. Η προτεινόμενη ρύθμιση λαμβάνει υπόψη τόσο τα συμφέροντα των τραπεζών όσο και των δανειοληπτών και περιλαμβάνει ασφαλιστικές δικλείδες για την αποτροπή πρόκλησης εικονικά ‘’κοκκινισμένων’’ δανείων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ρύθμιση η τράπεζα υποχρεούται, πριν την πώληση του δανείου στα funds, να δώσει στο δανειολήπτη τη δυνατότητα να αγοράσει ο ίδιος το δάνειο. Μάλιστα, όχι απαραίτητα στην ίδια τιμή με την τιμή πώλησης στο fund, αλλά και σε υψηλότερη, γεγονός που εξασφαλίζει στην τράπεζα καλύτερες τιμές πώλησης που αντισταθμίζουν και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην ομάδα των δανείων που προορίζονταν για πώληση. Συγχρόνως, ο δανειολήπτης, έχοντας πλέον μία σημαντική ελάφρυνση της οφειλής και καλύτερη προοπτική αποπληρωμής, μπορεί, αν όχι με τις δικές του δυνάμεις, να επιδιώξει είτε από πιστωτικά ιδρύματα είτε από το προσωπικό του περίγυρο, με ευνοϊκότερους όρους, την αναχρηματοδότηση της οφειλής του. Τροπολογία – Προσθήκη Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών: «Κύρωση α) της από 25.09.2019 Π.Ν.Π. «Επείγουσα ρύθμιση για την απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης του φόρου διαμονής» (Α΄142), β) της από 30.09.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Υγείας» (Α΄145), γ) της από 04.10.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας» (Α΄150) και άλλες διατάξεις» Άρθρο
Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του να μη βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται η διαδικασία και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μεγίστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη και τον προσδιορισμό του ποσού το οποίο θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και για τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ζημίας των πιστωτών.
5. Ο οφειλέτης δύναται να αιτηθεί τη συνεισφορά του Δημοσίου που προβλέπεται στο άρθρο 76 του Ν. 4605/2019 για τη μερική κάλυψη των μηνιαίων καταβολών που ορίζονται στο πλαίσιο της ρύθμισης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας Κοινωνικής ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις, ο τρόπος προσδιορισμού και το ακριβές ύψος της συνεισφοράς του Δημοσίου.»
α) κατά είκοσι τοις εκατό (20%) το ποσό στο οποίο θα μεταβιβαστεί το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει το εξήντα τοις εκατό (60%) της οφειλής, β) κατά σαράντα τοις εκατό (40%) το ποσό στο οποίο μεταβιβάζεται το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει το τριάντα τοις εκατό (30%) της οφειλής, γ) κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%) το ποσό στο οποίο μεταβιβάζεται το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό είναι κατώτερο της οφειλής του προηγούμενου εδαφίου. Το ποσόν αγοράς των περιπτώσεων β και γ δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσόν αγοράς που θα προέκυπτε αντίστοιχα από την εφαρμογή των ποσοστών υπέρβασης των περιπτώσεων α και β. Με την έγγραφη πρόσκληση το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θέτει προθεσμία σαράντα ημερολογιακών ημερών στον οφειλέτη να απαντήσει εγγράφως αν θα ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης στην αγορά του δανείου, προκαταβάλλοντας το είκοσι τοις εκατό του ποσού στο οποίο διαμορφώνεται η οφειλή του. Ο οφειλέτης υποχρεούται να αποπληρώσει το υπόλοιπο της οφειλής εντός 36 μηνών, σε εξάμηνες χρεολυτικές δόσεις, από την αποστολή σε αυτόν της έγγραφης πρόσκλησης, εκτός αν συμφωνήσει με το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, άλλη διάρκεια ή τρόπο αποπληρωμής. Σε περίπτωση μη αποπληρωμής χάνει το δικαίωμα προτίμησης και η προκαταβολή πιστώνεται σε αποπληρωμή της αρχικής οφειλής». 3.Η διαδικασία της παραγράφου 2α του άρθρου 3 του ν. 4354/2015 εφαρμόζεται αναλογικά και για τις απαιτήσεις που έχουν ήδη μεταβιβαστεί σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και δεν έχουν εξοφληθεί ή δεν έχουν διευθετηθεί στο ίδιο ή μικρότερο ύψος. Εντός δύο μηνών από την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης της παρούσης παραγράφου οι ΕΑΑΔΠ υποχρεούνται να παράσχουν στους οφειλέτες τη δυνατότητα ρύθμισης οφειλής που δεν θα υπερβαίνει το ύψος που περιορίζεται σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο και σε διάρκεια που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 36 μηνών. Η απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο της οφειλής δύναται να τελεί υπό τον όρο τήρησης της ρύθμισης αυτής. Δεν μπορούν να επιβληθούν ή συνεχίσουν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων της παρούσης παραγράφου αν δεν έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ρύθμισης ή έπαυσε αυτή να τηρείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων που εκδίδεται δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω διαδικασίας. Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 2019 Comments are closed.
|
Αρχείο
April 2024
|